- ενέργεια
- η1. δράση, πράξη, λειτουργία που μεταβάλλει κατάσταση, η επίδραση: Η ενέργεια του φαρμάκου.2. η προσπάθεια για επιτυχία αποτελέσματος: Άκαρπες ενέργειες.3. εκδήλωση τάσης, διάθεσης: Εχθρική ενέργεια.4. δύναμη σε ακμή: Ηφαίστειο σε ενέργεια.5. (φυσ.), ό,τι μπορεί να μεταβληθεί σε μηχανικό έργο: Τα νερά του Νιαγάρα περιέχουν μεγάλη ποσότητα ενέργειας.6. (γραμμ.), μία από τις διαθέσεις του ρήματος που εκφράζει δράση του υποκειμένου.7. η κατάσταση του στρατιωτικού ή δημόσιου υπαλλήλου που βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία (σε αντιδιαστολή με την κατάσταση διαθεσιμότητας, αργίας ή αποστρατείας).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.